μελωμένος
Смотреть что такое "μελωμένος" в других словарях:
μελώνω — [μέλι] 1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα») 2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση τού μελιού 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, η, ο α) γεμάτος μέλι β) γλυκός σαν το μέλι … Dictionary of Greek
μελώνομαι — μελώνομαι, μελώθηκα, μελωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μελώνω — μέλωσα, μελώθηκα, μελωμένος 1. μτβ., αλείφω κάτι με μέλι: Μελώνω τους λουκουμάδες. 2. αμτβ., γίνομαι πυκνόρρευστος σαν μέλι: Τα αβγά μέλωσαν με το βράσιμο. 3. μτφ., «λόγια μελωμένα», λόγια γεμάτα γλυκύτητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)